- φαρικόν
- φᾱρικόν, τό, some kind ofA poison, Nic.Al.398, Dsc.5.6; [full] φαριακὸν φάρμακον in Phylarch.10 J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαρικόν — poison neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρικόν — και φαριακόν, τὸ, Α (ενν. φάρμακον) είδος άγνωστου δηλητηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για παρ. σε ικόν τοπωνυμίου ή ανθρωπωνυμίου] … Dictionary of Greek
φαρικοῦ — φαρικόν poison neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαριακόν — τὸ, Α βλ. φαρικόν … Dictionary of Greek